απαρθενεύω

απαρθενεύω
ανήκω σε κάποιον («από το σπίτι σού απαρθενεύει το μισό».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. appartenere «ανήκω» (πρβλ. και γαλλ. appartenir) με παρετυμολογική σύνδεση προς το παρθένος, -α].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”